ἐπι-βλάπτω

ἐπι-βλάπτω

ἐπι-βλάπτω, noch dazu schaden, Sp. (Thuc. 8, 109 f. L. für ἔτι βλάπτω).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιβλαβήσεται — ἐπί βλάπτω disable fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλάβη — ἐπί βλάπτω disable aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλάπτειν — ἐπί βλάπτω disable pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβέβλαπτο — ἐπί βλάπτω disable plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιβλάψαι — πρός , ἐπί βλάπτω disable aor inf act προσεπιβλάψαῑ , πρός , ἐπί βλάπτω disable aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιβλάψομεν — πρός , ἐπί βλάπτω disable aor subj act 1st pl (epic) πρός , ἐπί βλάπτω disable fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταβλάπτω — Α βλάπτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταβλάπτω «βλάπτω, ζημιώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσλυμαίνομαι — Α βλάπτω, ζημιώνω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λυμαίνομαι «προξενώ ζημιά, βλάπτω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαδικώ — έω, Α 1. αδικώ επί πλέον κάποιον 2. προσβάλλω επιπροσθέτως 3. βλάπτω κάποιον επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • επικηραίνω — ἐπικηραίνω (Α) έχω εχθρικές διαθέσεις απέναντι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κηραίνω (< Κήρ «θεά τού θανάτου») «βλάπτω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”