- ἐπι-δοκέω
ἐπι-δοκέω (s. δοκέω), dazu scheinen, Andoc. 4, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δοκέω (s. δοκέω), dazu scheinen, Andoc. 4, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek