- ἐπι-δοιάζω
ἐπι-δοιάζω, zweifelnd hin u. her bedenken, πολέας ἐπεδοίασα βουλάς Ap. Rh. 3, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δοιάζω, zweifelnd hin u. her bedenken, πολέας ἐπεδοίασα βουλάς Ap. Rh. 3, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεδοίασα — ἐπί δοιάζω consider in two ways aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδοιάζω — ἐπιδοιάζω (Α) έχω αμφιβολίες, διστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δοιάζω (< δοιάς «διττότητα» < δύο) «αμφιταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek
ἐπενδοιάζουσα — ἐπί , ἐν δοιάζω consider in two ways pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπί ἐνδοιάζω to be in doubt pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενδοιάζων — ἐπί , ἐν δοιάζω consider in two ways pres part act masc nom sg ἐπί ἐνδοιάζω to be in doubt pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)