- ἐπι-δημεύω
ἐπι-δημεύω, = Folgdm, Od. 16, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-δημεύω, = Folgdm, Od. 16, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιδημεύω — ἐπιδημεύω (Α) ζω σε πόλη (και όχι στην ύπαιθρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημεύω (< δήμος)] … Dictionary of Greek