ἐπι-βιβάσκω

ἐπι-βιβάσκω

ἐπι-βιβάσκω, = ἐπιβιβάζω, den Eber zulassen, Arist. H. A. 6, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταβιβάσκω — (Α) επιγρ. (θαμιστ. τού καταβαίνω) 1. παραβαίνω, καταπατώ ξένη ιδιοκτησία 2. συνεκδ. αμαρτάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βιβάσκω (< βιβά ζω + επίθημα σκω), πρβλ. δια βιβάσκω, επι βιβάσκω] …   Dictionary of Greek

  • επιβιβάσκω — ἐπιβιβάσκω (Α) ανεβάζω το αρσενικό ζώο πάνω στο θηλυκό για οχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βιβάσκω (< βιβά ζω + επίθημα σκω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”