- ἐπι-βεβαιόω
ἐπι-βεβαιόω, bestätigen, versichern, Theophr. u. Sp., z. B. Plut. Cat. min. 32, νόμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βεβαιόω, bestätigen, versichern, Theophr. u. Sp., z. B. Plut. Cat. min. 32, νόμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεβεβαιώθη — ἐπί βεβαιόω confirm aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεβεβαιώσατο — ἐπί βεβαιόω confirm aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεβεβαίου — ἐπί βεβαιόω confirm imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεβεβαίωσαν — ἐπί βεβαιόω confirm aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεβεβαίωσε — ἐπί βεβαιόω confirm aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεβεβαίωσεν — ἐπί βεβαιόω confirm aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)