- ἐπ-εξ-εργαστικός
ἐπ-εξ-εργαστικός, ή, όν, überarbeitend, Etwas zu vollenden geschickt, Eust. – Compar., Sext. Emp. adv. phys. 1, 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εξ-εργαστικός, ή, όν, überarbeitend, Etwas zu vollenden geschickt, Eust. – Compar., Sext. Emp. adv. phys. 1, 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργαστικός — ἐργαστικός, ή, όν (AM) [εργαστής] μσν. είδος μηχανής αρχ. 1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.) 2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός αρχ. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
ἐργαστικός — able to work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικά — ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc pl ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc/acc dual ἐργαστικά̱ , ἐργαστικός able to work fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικώτερον — ἐργαστικός able to work adverbial comp ἐργαστικός able to work masc acc comp sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικῶν — ἐργαστικός able to work fem gen pl ἐργαστικός able to work masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικόν — ἐργαστικός able to work masc acc sg ἐργαστικός able to work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικαῖς — ἐργαστικός able to work fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικαί — ἐργαστικός able to work fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικοί — ἐργαστικός able to work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικοῦ — ἐργαστικός able to work masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστικούς — ἐργαστικός able to work masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)