- ἐπ-εξ-εργαστής
ἐπ-εξ-εργαστής, ὁ, der Ueberarbeiter, Vollender, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-εξ-εργαστής, ὁ, der Ueberarbeiter, Vollender, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργαστής — ἐργαστής, ὁ (Α) [εργάζομαι] ο εργαστήρ … Dictionary of Greek
ἐργαστής — negotiator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργασταί — ἐργαστής negotiator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστήν — ἐργαστής negotiator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργαστάς — ἐργαστά̱ς , ἐργαστής negotiator masc acc pl ἐργαστά̱ς , ἐργαστής negotiator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
εργαστικός — ἐργαστικός, ή, όν (AM) [εργαστής] μσν. είδος μηχανής αρχ. 1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.) 2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός αρχ. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
ἐργαστέα — ἐργαστέον one must till the land neut nom/voc/acc pl ἐργαστέᾱ , ἐργαστέον one must till the land fem nom/voc/acc dual ἐργαστέᾱ , ἐργαστέον one must till the land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐργαστέος neut nom/voc/acc pl ἐργαστής… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)