- ἐπι-μερισμός
ἐπι-μερισμός, ὁ, das theilweise Hinzusetzen, Aufzählen, Rhetor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μερισμός, ὁ, das theilweise Hinzusetzen, Aufzählen, Rhetor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek