- ἐπι-βαπτίζω
ἐπι-βαπτίζω, wiederholt eintauchen, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-βαπτίζω, wiederholt eintauchen, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεβάπτισεν — ἐπί βαπτίζω dip aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσταγωγώ — (ΑΜ μυσταγωγῶ έω) [μυσταγωγός] 1. εισάγω, μυώ κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ 2. τελώ τη θεία μυσταγωγία, τη θεία λειτουργία, ιερουργώ αρχ. 1. τελώ ιεροτελεστίες 2. μτφ. οδηγώ, καθοδηγώ («ὁ γοῡν ἡμέτερος ξένος, ἀνήρ τῶν ἐντίμων, αὐτόθι μυσταγωγῶν,… … Dictionary of Greek