ἐπι-κῡδής

ἐπι-κῡδής

ἐπι-κῡδής, ές, ruhmvoll, nur im compar.; οἱ Λακεδαιμόνιοι πολὺ ἐπικυδέστεροι ἐγένοντο ἐκ τῆς ἐπ' Ἀνταλκίδου εἰρήνης Xen. Hell. 5, 1, 36; ἐπικυδέστερα τὰ πράγματα τούτων ἐποίησε Isocr. 4, 139; συνέβη πάλιν ἐπικυδέστερα γενέσϑαι τὰ τῶν Καρχηδονίων πράγματα Pol. 4, 39, 9, öfter; ἐπικυδεστέρας ἔχειν ἐλπίδας, glänzendere, zuversichtlichere Hoffnungen haben, 16, 4, 3; ἐπικυδέστερος ὢν ταῖς ἐλπίσι κατὰ τὴν ναυμαχίαν, er war zuversichtlicher, 5, 69, 11; adv., ἐπικυδεστέρως ἀγωνίζεσϑαι, den Kampf ruhmvoll bestehen, den Sieg davontragen, Pol. 5, 23, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περικυδής — ές, Α αυτός που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη, διάσημος, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυδής (< κῦδος), πρβλ. επι κυδής] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”