ἐπι-κάρπιος

ἐπι-κάρπιος

ἐπι-κάρπιος, 1) fruchttragend; so heißt Zeus der Fruchtspender, Arist. mund. 7; ϑεός, Plut. adv. Stoic. 33; ϑεοί, Poll. 1, 24; ὧραι, Arat. 552; τὰ ἐπικάρπια, Fruchtstiele, pediculi, Theophr.; vgl. Ath. II, 68 d 51 c. – 2) ὄφεις, schlangenförmige Armbänder, Philostr. ep. 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”