- ἐπι-κοῤῥίζω
ἐπι-κοῤῥίζω, las Schneider für ἐπικορίζω a. a. O., auf den Kopf schlagen, hacken; – ἐπικοῤῥιστός, geohrfeigt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κοῤῥίζω, las Schneider für ἐπικορίζω a. a. O., auf den Kopf schlagen, hacken; – ἐπικοῤῥιστός, geohrfeigt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικορρίζω — ἐπικορρίζω (Α) χτυπώ κάποιον στο κεφάλι («τῶν περδίκων οἱ τιθασοὶ τοὺς ἀγρίους... ἐπικορρίζουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *κορρίζω (< κόρρη «κρόταφος»)] … Dictionary of Greek