- ἐπι-κλῄζω
ἐπι-κλῄζω u. ἐπικληΐζω, ion. u. p., = ἐπικλείω, dazu rühmen, darnach benennen; τοῦτο γὰρ ἐπεκλῄζετο p. bei D. L. 6, 100; Θερμοπύλαι ἀπὸ τοῠδ' ἐπικληΐζονται App. Syr. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κλῄζω u. ἐπικληΐζω, ion. u. p., = ἐπικλείω, dazu rühmen, darnach benennen; τοῦτο γὰρ ἐπεκλῄζετο p. bei D. L. 6, 100; Θερμοπύλαι ἀπὸ τοῠδ' ἐπικληΐζονται App. Syr. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπικλειζόμενον — ἐπί κλῄζω 1 make famous pres part mp masc acc sg (doric) ἐπί κλῄζω 1 make famous pres part mp neut nom/voc/acc sg (doric) ἐπικλεϊζόμενον , ἐπί κλῄζω 1 make famous pres part mp masc acc sg (doric) ἐπικλεϊζόμενον , ἐπί κλῄζω 1 make famous pres part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλῄζουσι — ἐπί κλῄζω 1 make famous pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί κλῄζω 1 make famous pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐπί κλῄζω 2 shut pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί κλῄζω 2 shut pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικληίζεσθαι — ἐπί κλῄζω 1 make famous pres inf mp ἐπικληΐζεσθαι , ἐπί κλῄζω 1 make famous pres inf mp (ionic) ἐπί κλῄζω 2 shut pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκλῄζετο — ἐπί , ἐκ ληίζομαι seize imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐπί κλῄζω 1 make famous imperf ind mp 3rd sg ἐπί κλῄζω 2 shut imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλῄζεσθαι — ἐπί κλῄζω 1 make famous pres inf mp ἐπί κλῄζω 2 shut pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλῄζεται — ἐπί κλῄζω 1 make famous pres ind mp 3rd sg ἐπί κλῄζω 2 shut pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικλῄζονται — ἐπί κλῄζω 1 make famous pres ind mp 3rd pl ἐπί κλῄζω 2 shut pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικλήζω — ἐπικλῄζω (Α) καλώ, ονομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλῄζω «εγκωμιάζω, αναφέρω»] … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek