ἐπι-κλώθω

ἐπι-κλώθω

ἐπι-κλώθω, zuspinnen, von den Göttern, zunächst den Parzen, die den Sterblichen Glück oder Unglück mit dem Lebensfaden zuspinnen, übh. verhängen, zutheilen; τὰ μὲν ἄρ που ἐπέκλωσαν ϑεοὶ αὐτοί, die Götter selbst bestimmten, verhängten es, Od. 11, 139; ἃς γάρ οἱ ἐπέκλωσεν τά γε δαίμων 16, 64; auch im med., ϑεοὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσονται ὀϊζύν 20, 196, vgl. 8, 579; auch c. inf., ϑεοί οἱ ἐπεκλώσαντο οἶκόνδε νέεσϑαι 1, 17; Il. 24, 525; τοῦτο γὰρ λάχος Μοῖρ' ἐπέκλωσεν ἔχειν Aesch. Eum. 321; Eur. Or. 12 u. sp. D., wie Plat. 22 (VII, 99); auch in Prosa, Plat. Theaet. 169 c; ἀμετάστροφα τὰ ἐπικλωσϑέντα ποιεῖν, das Geschick unveränderlich machen, Rep. X, 620 e; Sp., μοῖραι ἑκάστῳ τὸν ἄτρακτον ἐπικλώϑουσαι Luc. Char. 16; τοῦ ἐπικεκλωσμένου αὐτῷ νήματος catapl. 3; ὁ ἐπικλωσϑεὶς τῆς ζωῆς βίος Plut. Cons. Apoll. p. 350, vgl. de aud. poet. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπικατέκλωσαν — ἐπί , κατά , ἐκ λόω lǎvo aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπί , κατά κλώθω twist by spinning aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • προσεπικλώθω — Α επικλώθω επί πλέον, προορίζω για κάποιον κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικλώθω «κλώθω, προκαθορίζω, προδιαγράφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”