- ἐπι-κλήδην
ἐπι-κλήδην, nach ὀνομακλήδην gebildet, = ἐπίκλην, Opp. Cyn. 1, 471 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-κλήδην, nach ὀνομακλήδην gebildet, = ἐπίκλην, Opp. Cyn. 1, 471 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek