- περδῑκιδεύς
περδῑκιδεύς, έως, ὁ, das Junge des Rebhuhns, Eust. Il. 655, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περδῑκιδεύς, έως, ὁ, das Junge des Rebhuhns, Eust. Il. 655, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περδικιδεύς — έως, ὁ, Μ ο νεοσσός τής πέρδικας, περδικόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
περδικιδεῖς — περδικιδεύς young partridge masc acc pl περδικιδεύς young partridge masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)