- περδῑκιάς
περδῑκιάς, ἡ, = περδίκιον, bei Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περδῑκιάς, ἡ, = περδίκιον, bei Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περδικιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περδικιάς — άδος, ή, Α το φυτό ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + κατάλ. ιάς (πρβλ. κροκοδιλ ιάς)] … Dictionary of Greek
περδικιάδα — περδικιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περδικιάδος — περδικιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)