- περδῑκικός
περδῑκικός, vom Rebhuhn, zum Rebhuhn gehörig, Ar. frg. bei Poll. 10, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περδῑκικός, vom Rebhuhn, zum Rebhuhn gehörig, Ar. frg. bei Poll. 10, 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περδικικός — ή, όν, Α [πέρδιξ, ικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέρδικα ή αυτός που χρησιμεύει στην πέρδικα («περδικικὸς οἰκίσκος», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
περδικικόν — περδικικός of masc acc sg περδικικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)