περαιόθεν, adv. = πέραϑεν; Arat. 606; Ap. Rh. 4, 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περαιόθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαιόθεν — Α (τοπ. επίρρ.) πέραθεν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περαῖος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πεδιό θεν)] … Dictionary of Greek