περδίκιον

περδίκιον

περδίκιον, τό, dim. von πέρδιξ, Eubul. bei Ath. II, 65 e. – Ein Kraut, sonst ἑλξίνη, Theophr., Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περδίκιον — Polygonum maritimum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περδίκιον — τὸ, ΜΑ βλ. περδίκι …   Dictionary of Greek

  • περδικίου — περδίκιον Polygonum maritimum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περδικίῳ — περδίκιον Polygonum maritimum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περδίκια — περδίκιον Polygonum maritimum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περδίκι — Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι τέσσερις μικρότεροι οικισμοί, το Πλουμάρι (κάτ., υψόμ. 340 μ.), το Κιόνιο (κάτ …   Dictionary of Greek

  • φάσσιον — το, ΜΑ, και αττ. τ. φάττιον Α [φάσσα / φάττα] 1. υποκορ. τού φάσσα («ἀλεκτρυόνιον, φάττιον, περδίκιον», Αθαν.) 2. κολακευτικό όνομα («νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζεται», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”