- περι-ώνυμος
περι-ώνυμος, ringsum namhaft, weitumher berühmt, Orph. Arg. 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-ώνυμος, ringsum namhaft, weitumher berühmt, Orph. Arg. 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριώνυμος — θηριώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει πάρει το όνομα του από την ονομασία θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ώνυμος (< όνυμα, δωρ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, περι ώνυμος. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
περιώνυμος — η, ο / περιώνυμος, ον ΝΜΑ εκείνος τού οποίου το όνομα είναι γνωστό παντού, ονομαστός, ξακουστός, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώνυμος)] … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek