ἐπ-ωμαδόν

ἐπ-ωμαδόν

ἐπ-ωμαδόν, auf den Schultern, Ap. Rh. 1, 738. 4, 1770; Ep. ad. 204 (Plan. 279).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὠμαδόν — on the shoulder indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμαδόν — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) ὠμαδίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. ὀκλ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ωμαδίς — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) στον ώμο ή στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμαδόν + επιρρμ. κατάλ. ίς (πρβλ. δίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”