- ἐπ-ωμιαῖος
ἐπ-ωμιαῖος, α, ον, Hippocr., s. l. für ἐπωμίδιος, = ἐπωμάδιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ωμιαῖος, α, ον, Hippocr., s. l. für ἐπωμίδιος, = ἐπωμάδιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωμιαίος — α, ο / ὠμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, που βρίσκεται στον ώμο, ωμικός νεοελλ. φρ. «ωμιαία ζώνη» ανατ. η ωμική ζώνη αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμιαία πιθ. ο δελτοειδής μυς 2. φρ. «ὠμιαία φλέψ» η κεφαλική φλέβα τού… … Dictionary of Greek
ωμίδιος — ία, ον, Α ωμιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + επίθημα ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος)] … Dictionary of Greek
ωμικός — (I) ή, ό, Ν [ώμος] 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ώμο, ωμιαίος («ωμικός θόλος») 2. φρ. «ωμική ζώνη» ανατ. η οστική ζώνη που σχηματίζεται από τις κλείδες προς τα εμπρός και τις ωμοπλάτες προς τα πίσω. (II) ή, ό, Ν 1. φυσ. (για … Dictionary of Greek