ἐπ-ωκύνω, beschleunigen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκύνω — Α [ὠκύς] (κατά τον Ησύχ.) «ταχύνω, ὀξύνω» … Dictionary of Greek
ὠκύνει — ὠκύ̱νει , ὠκύνω aor subj act 3rd sg (epic) ὠκύ̱νει , ὠκύνω pres ind mp 2nd sg ὠκύ̱νει , ὠκύνω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)