- ἐπ-ωνύμιον
ἐπ-ωνύμιον, τό, dasselbe, Plut. Pyrrh. 1 u. a. Sp., wie D. Cass. 57, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ωνύμιον, τό, dasselbe, Plut. Pyrrh. 1 u. a. Sp., wie D. Cass. 57, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προωνύμιον — τὸ, ΜΑ (στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. [αῑος] Πομπήιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ωνύμιον (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ ωνύμιον. Το ω τού τύπου οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
επωνύμιο — το (AM ἐπωνύμιον) επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωνύμιον (< όνομα) πρβλ. ανθρωπ ωνύμιο, παρ ωνύμιο, τοπ ωνύμιο] … Dictionary of Greek