ἉΦή

ἉΦή

ἉΦή, , 1) das Berühren, Befühlen, Betasten; der Taft- od. Gefühlssinn, Plat. Tim. Locr. 100 d Rep. VII, 523 e; vgl. Arist. de sens. 1 u. oft; dah. a) Angreifen, άφὴν προςφέρειν Plut. Quaest. Symp. 8, 10, 3, Zusammenhang nicht ganz klar; ἁφὴν ἐνδιδόναι, sich beikommen lassen, de cap. ex host. util. p. 270. – b) ἁφὴν ἔχειν, Anziehendes, Lockendes haben, Plut. Anton. 27. – c) der Griff in die Saiten, Plut. Pericl. 15. – d) Zusammenhang, Verbindung, Damox. Ath. III, 102 e. – 2) der gelbe Staubsand, mit dem sich die Ringer nach dem Salben bestreuten, um sich fassen zu können. Epict. – 3) περὶ λύχνων ἁφάς Her. 7, 215, mit Anfang der Nacht, wenn Licht angezündet wird; D. Sic. 19, 30.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁφή — lighting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • ἁφῇ — ἅπτω fasten aor subj pass 3rd sg ἁφάω to handle pres subj mp 2nd sg (doric) ἁφάω to handle pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁφάω to handle pres subj act 3rd sg (doric) ἁφάω to handle pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁφή lighting fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφή — η μία από τις πέντε αισθήσεις: Αισθητήριο της αφής είναι το δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφῇ — ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφῆι — ἁφῇ , ἅπτω fasten aor subj pass 3rd sg ἁφῇ , ἁφάω to handle pres subj mp 2nd sg (doric) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres subj act 3rd sg (doric) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀφῆι — ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἐφῇ , ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg ἐφῇ , ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφῆι — ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφαῖς — ἁφή lighting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφαί — ἁφή lighting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁφήν — ἁφή lighting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”