Ἀίδης — Ἀΐδης , ᾍδης nom sg Ἀΐδης , ᾍδης masc nom sg (epic doric) Ἀΐδης , Αἵδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀιδής — ἀϊδής , ἀιδής unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αΐδης — Ἀΐδης, ο (Α) ποιητικός τύπος τού Ἄδης* … Dictionary of Greek
αϊδής — ἀιδής, ές (Α) 1. αυτός που δεν βλέπεται, αόρατος, αφανής 2. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Fiδείv, απρμφ. αορ. β΄ τού ρ. ὁρῶ] … Dictionary of Greek
Αἴδης — Αἵδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅιδης — ᾍδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АИД — • Άίδης, эпическое Άΐδης и Άϊδωνεύς, Πλούτων, Pluto Dis, сын Кроноса и Реи (Hesiod. theog. 453), брат Зевса, властелин преисподни, подземный Зевс (Ζεὺς καταχθόνιος, άναξ, ε̉νέρων, Ноm. Il. 15, 188. 9, 457). В преисподне, полученной… … Реальный словарь классических древностей
Αἰδῶν — Αἵδης masc gen pl αἰδώς reverence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴδω — Αἵδης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄιδ' — Ἄϊδα , ᾍδης voc sg Ἄϊδα , ᾍδης nom sg (epic) Ἄϊδα , ᾍδης masc voc sg (epic doric) Ἄϊδα , ᾍδης masc nom sg (epic doric) Ἄϊδαι , ᾍδης nom/voc pl Ἄϊδαι , ᾍδης masc nom/voc pl (epic doric) Ἄϊδα , Αἵδης masc acc sg Ἄϊδα , Αἵδης masc voc sg Ἄϊδα ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ад — (Аид или Гадес, Inferi, Αιδης). Представление о подземном мире, царстве мертвых, жилище бога Аида или Плутона, которое в глубокой древности называлось тем же именем, что и божество. Это темное место внутри земли, вход в которое находится на… … Энциклопедия мифологии