ἄν-ῑδρος

ἄν-ῑδρος

ἄν-ῑδρος (ἰδρώς), ohne Schweiß, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίδρος — ο (Μ ἵδρος) ο ιδρώτας …   Dictionary of Greek

  • ίδρος — ο ιδρώτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • κάθιδρος — η, ο (AM κάθιδρος, ον, Α και καθίδρως, ωτος, ό, ή) γεμάτος ιδρώτα, καταϊδρωμένος, βουτηγμένος στον ιδρώτα, κατακουρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ιδρος (< ἱδρώς) πρβλ. άν ιδρος, έφ ιδρος] …   Dictionary of Greek

  • Digenes Akritas — Epic of Digenis Akritas, Athens National library manuscript. Digenes Akrites (Greek: Διγενῆς Ἀκρίτης, pronounced [ðiʝeˈnis aˈkritis]), known in folksongs as Digenes Akritas (Διγενῆς Ἀκρίτας …   Wikipedia

  • Minuscule 543 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 543 …   Wikipedia

  • ιδροκόπι — το ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο κόπι, ποδο κόπι] …   Dictionary of Greek

  • ιδροκόπος — ο αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπος (< κόπος), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • ιδρομάχιον — ἱδρομάχιον, τὸ (Μ) χοντρό ύφασμα που τοποθετείται στη ράχη τών ζώων κάτω από το σαμάρι, το σαμαροσκούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + μαχιον (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχιον, τρι(χο) μάχιον] …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”