- ἄν-ῳδος
ἄν-ῳδος (ᾠδή), gesanglos, nicht singend, Arist. H. A. 1, 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄν-ῳδος (ᾠδή), gesanglos, nicht singend, Arist. H. A. 1, 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾠδός — singer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδός — (I) ὁ, και ὠδόν, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. οὐδός (Ι). (II) ὁ, ἡ, (Α, ᾠδός) 1. αοιδός 2. ποτήρι με κρασί που έδινε ο ένας στον άλλο τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἀοιδός* (< ἀείδω «τραγουδώ»)] … Dictionary of Greek
ὠιδοί — ᾠδός singer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠιδούς — ᾠδός singer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠιδός — ᾠδός singer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδοῖς — ᾠδός singer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδοί — ᾠδός singer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδούς — ᾠδός singer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδῷ — ᾠδός singer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδόν — ᾠδός singer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλαρωδός — ἱλαρῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. τού ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελ ωδός, τραγ ωδός] … Dictionary of Greek