ἄνῑσον

ἄνῑσον

ἄνῑσον, τό, Anis, Theophr. u. Sp., mit ἄνηϑον u. ἄνησον verwandt, vgl. Schol. Theocr. 7, 63.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άνισον — ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM) βλ. άνησον …   Dictionary of Greek

  • ἄνισον — ἄνισος unequal masc/fem acc sg ἄνισος unequal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνησον — ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM) το φυτό γλυκάνισο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον* καί τους συναφείς του τύπους πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • γλυκάνισο — ονοετής πόα, της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Η επιστημονική του ονομασία είναι πιμπινέλα το άνισο. Καλλιεργείται από την αρχαία εποχή για τα σπέρματά του, τα οποία μαζεύονται λίγο πριν ωριμάσουν τελείως, γιατί τότε πέφτουν και σκορπίζονται. Το… …   Dictionary of Greek

  • анис — растение Pimpinella anisum , из нем. Anis или франц. anis, которое восходит через лат. anisum к греч. ἄνισον то же; Бернекер 1, 29; Фасмер, Гр. сл. эт. 32 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • THYMUM — et us, Graecis θύμον, et θύμος, vetustissimis temporibus issdem θύμβρη, et ος, recentioribus hicn, transpositis literis θρύμβος, inter condimenta veterum Graecorum fuit, in lautioribus culinis usurpatum, quô et sales condiebant, unde θυμῖται ἁλες …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνισο(ν) — το (ΜΑ ἄνισον) κοινή σήμερα ονομασία τού φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο …   Dictionary of Greek

  • άνισος — η, ο (AM ἄνισος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ίσος με κάποιον άλλο 2. μτφ. άδικος, μεροληπτικός νεοελλ. ακανόνιστος, ασύμμετρος μσν. ανόμοιος, διαφορετικός αρχ. φρ. 1. «άνισος πολιτεία» η ολιγαρχία 2. οἱ ἄνισοι οι ολιγαρχικοί 3. τὸ ἄνισον η… …   Dictionary of Greek

  • ανισούχος — ον αυτός που περιέχει άνισο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνισον «γλυκάνισο» + ούχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον καθηγητή της φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη («ανισούχος ρακή» κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԻՍՈՆ — (ի.) NBH 1 0155 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἅνισον anisum Սերմն սամթի, կամ ունդ ռազէնէի՝ անուշահոտ եւ համեմիչ. ... Բժշկարան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”