- ἄ-θλαστος
ἄ-θλαστος, nicht gequetscht, Arist. Meteor. 4, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-θλαστος, nicht gequetscht, Arist. Meteor. 4, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
θλαστά — θλαστός crushed neut nom/voc/acc pl θλαστά̱ , θλαστός crushed fem nom/voc/acc dual θλαστά̱ , θλαστός crushed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστόν — θλαστός crushed masc acc sg θλαστός crushed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλασταῖς — θλαστός crushed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλασταί — θλαστός crushed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστοῦ — θλαστός crushed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστή — θλαστός crushed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστήν — θλαστός crushed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλαστῷ — θλαστός crushed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλόθλαστος — κεφαλόθλαστος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σπασμένο το κεφάλι του 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεφαλόθλαστα σπασίματα, ζουλίσματα, μώλωπες τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θλαστος (< θλαστός < θλῶ «σπάω»), πρβλ. ημισύ θλαστος, νευρό… … Dictionary of Greek
νευρόθλαστος — νευρόθλαστος, ον (Α) αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύ θλαστος, κεφαλό θλαστος] … Dictionary of Greek