ἄ-θλιπτος

ἄ-θλιπτος

ἄ-θλιπτος, nicht gequetscht, Galen., Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεόθλιπτος — νεόθλιπτος, ον (ΑΜ) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεόθλιπτον νέο κρασί, γλεύκος αρχ. (για σταφύλια) αυτός που υπέστη σύνθλιψη πρόσφατα, νεοστιμμένος («νεόθλιπτα στέμφυλα», Διόσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θλιπτος (< θλίβω), πρβλ. ά θλιπτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύθλιπτος — ον, Μ πολυθλιβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θλιπτος (< θλίβω), πρβλ. ά θλιπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”