ἄλοξ

ἄλοξ

ἄλοξ, οκος, ἡ (von ἕλκω, vgl. αὖλαξ, ὦλξ), die Furche, Aesch. Ag. 987; Ar. Av. 234; dah. die Ritze, Wunde, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Aesch. Ch. 25; δορὸς ταχεῖα ἄλ. Eur. Herc. Fur. 161; βαϑεῖα τραύματος ἄλ. Rhes. 790; ἄλοκα τέμνειν, von der Meerfahrt, Arion. 17. Bei den Trag. übertr. auf das Ehebett, gleichsam das Saatfeld des Menschengeschlechts, πατρῷαι ἄλοκες, des Vaters Ehebett, Soph. O. R. 1211; τέκνων ἄλοκα σπείρειν, Kinder zeugen, Eur. Phoen. 18. Auf den Geist übertr. sagt Aesch. βαϑεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος Sept. 575.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… …   Dictionary of Greek

  • ἄλοξ — fem nom/voc sg αὖλαξ furrow fem nom/voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλόκων — ἄλοξ fem gen pl αὖλαξ furrow fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλοκα — ἄλοξ fem acc sg αὖλαξ furrow fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλοκας — ἄλοξ fem acc pl αὖλαξ furrow fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλοκες — ἄλοξ fem nom/voc pl αὖλαξ furrow fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλοκι — ἄλοξ fem dat sg αὖλαξ furrow fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλοκος — ἄλοξ fem gen sg αὖλαξ furrow fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλοξι — ἄλοξ fem dat pl (epic) αὖλαξ furrow fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλοξιν — ἄλοξ fem dat pl (epic) αὖλαξ furrow fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”