ἄν-οδμος

ἄν-οδμος

ἄν-οδμος (ὀδμή), geruchlos, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύοδμος — εὔοδμος, ον (Α) εύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οδμος (< οδμή, αρχικός τ. τού οσμή) πρβλ. άν οδμος, βαρύ οδμος, δύσ οδμος] …   Dictionary of Greek

  • ηδύοδμος — ἡδύοδμος, δωρ. τ. ἁδύοδμος, ον (Α) ηδύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οδμος (< οδμή, παλαιότερος τ. του οσμή), πρβλ. εύ οδμος, πολύ οδμος] …   Dictionary of Greek

  • αμβροσίοδμος — ἀμβροσίοδμος, ον (Α) αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίας τη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + οδμος < ὀδμή αρχαιότερος… …   Dictionary of Greek

  • δαιδαλέοδμος — και δαιδαλέοσμος, ον (Α) αυτός που έχει ασυνήθιστη, εξαίσια οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιδαλέοδμος < δαιδάλεος + οδμος < οδμή και ο τ. δαιδαλέοσμος < δαιδάλεος + οσμος < οσμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”