- ὄνομαι
ὄνομαι, 2. Pers. ὄνοσαι, 2. Pers. plur. ep. οὔνεσϑε, Il. 24, 241, imperat. ὄνοσο, optat. ὄνοιτο, fut. ὀνόσομαι, ep. ὀνόσσομαι, aor. ὠνόσϑην und ὠνοσάμην, inf. ep. ὀνόσσασϑαι, in kürzerer Form ὤνατο, Il. 17, 25, – schelten, schmähen, beschimpfen; οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται, Od. 21, 422; σὴν ἀρετὴν βροτὸς οὔτις ὄνοιτο, 8, 239, vgl. Il. 13, 287; ὅτε μ' ὤνατο, 17, 25; νῦν σευ ὠνοσάμ ην φρένας, 14, 95, vgl. 17, 173; mit folgdm ὅτι, ἢ οὔνεσϑ', ὅτι μοι Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 24, 241, scheltet ihr, seid ihr unzufrieden, d. i. ist es euch nicht genug, daß Zeus mir Schmerzen gegeben hat; ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, Od. 17, 378; auch c. gen., οὐδ' ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσϑαι κακότητος, auch so, hoffe ich, wirst du nicht unzufrieden sein wegen deines Unglücks, ich hoffe, du wirst genug daran haben, 5, 379; ἥκιστα Κορίνϑιοι ὄνονται τοὺς χειροτέχνας, Her. 2, 167. – Vgl. ὀνοστός u. ὀνοτάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.