- ἄ-μηνις
ἄ-μηνις, ohne Zorn, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-μηνις, ohne Zorn, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηνίς — μηνίς, ίδος, ἡ (Α) μηνίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + επίθημα ιδ ς (πρβλ. θαμν ίς, τραχηλ ίς)] … Dictionary of Greek
μῆνις — wrath fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνις — η (Α μῆνις και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις) σφοδρή και παρατεταμένη οργή, διαρκής θυμός, μάνιτα («μῆνιν ἄειδε, θεά...», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το μένω ή αυτή που συνδέει τη λ. με το μένος… … Dictionary of Greek
μήνις — μή̱νῑς , μῆνις wrath fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μᾶνιν — μῆνις wrath fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μᾶνις — μῆνις wrath fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῆνι — μῆνις wrath fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῆνιν — μῆνις wrath fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμηνις — ήνιος, ὁ, ἡ, Α πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] … Dictionary of Greek
ταχύμηνις — ήνεως, ὁ, ἡ, Α οξύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μηνις (< μῆνις, ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ μηνις] … Dictionary of Greek
μήνει — μαίνομαι rage aor subj act 3rd sg (epic) μή̱νει , μῆνις wrath fem nom/voc/acc dual (attic epic) μή̱νεϊ , μῆνις wrath fem dat sg (epic) μή̱νει , μῆνις wrath fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)