ἄνδηρον

ἄνδηρον

ἄνδηρον, τό, nur im plur., 1) Gartenbeete, neben πρασιαί Nic. Th. 575; Strat. 39 (XII, 197); Plut. Symp. III, 2, 2 E.; οὐχ ὁμαλά u. ἀναχοῦν τὰ ἄνδ. Luc. Lexiph. 2; vgl. Mosch. 4, 101; bei Theocr. 5, 93 ῥόδων, Blumenbe etc. Nach VLL. eigtl. τὰ ἄκρα, αἱ τῶν τάφρων ἀναβολαί, u. daher – 2) τὰ χείλη τῶν ποταμῶν, Uferrand, ϑαλάσσης Opp. H. 4, 319. – 3) die Gräben selbst, Lyc. 629.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄνδηρον — raised bank neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδήροις — ἄνδηρον raised bank neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδήροισι — ἄνδηρον raised bank neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδήροισιν — ἄνδηρον raised bank neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδήρου — ἄνδηρον raised bank neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδήρων — ἄνδηρον raised bank neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνδηρα — ἄνδηρον raised bank neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσάντρα — και μισάντρα και μουσάντρα, η 1. μεγάλο εντοιχισμένο ερμάρι που χρησιμεύει για τη φύλαξη κλινοσκεπασμάτων 2. μαντρότοιχος ο οποίος χωρίζει δύο αυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσάνδηρα (< μέσον + ἄνδηρον «ύψωμα, πρόχωμα»). Κατ άλλους, από τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • ἄνδηρ' — ἄνδηρα , ἄνδηρον raised bank neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”