- ὄβδη
ὄβδη, ἡ, = ὄψις, nur bei alexandrinischen Dichtern, im acc. ὄβδην u. ἐςόβδην, im Angesicht, coram, s. Lob. parall. 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄβδη, ἡ, = ὄψις, nur bei alexandrinischen Dichtern, im acc. ὄβδην u. ἐςόβδην, im Angesicht, coram, s. Lob. parall. 155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄβδην — ὄβδη palam fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όβδην — ὄβδην (Α) επίρρ. κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὄβ δην (< θ. οπ τού ὄπωπα* + επιρρμ. κατάλ. δην, με αφομοιωτική τροπή τού π σε β προ τού ηχηρού οδοντικού δ , πρβλ. κρύβ δην) έχει σχηματιστεί από το ουσ. ὄβδη «όψη», που μαρτυρείται μόνο στην… … Dictionary of Greek