ἄδδην, s. ἄδην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἅδδην — ἄδδην , ἅδην to one s fill indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδδην — ἅδην to one s fill indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)