ἄμμιν

ἄμμιν

ἄμμιν, s. ἡμεῖς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἅμμιν — ἄμμιν , ἐγώ I at least masc/fem dat 1st pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμμιν — ἐγώ I at least masc/fem dat 1st pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MERIDIANUS Daemon — in versino Graeca Psalmo 91. v. 5. et 6.ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πρἁτματος εν σκότεί διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ, a sagitta velit ante interdiu: a peste in caligine pervadente, a lue et daemone meridiano.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”