- ἄ-διψος
ἄ-διψος, ohne Durst, νηδύς Eur. Cycl. 571; Arist. bei Athen. I, 44 d; Diod. Sic. 3, 18; auch Durft löschend, μαλάχη Athen. II, 58 f; vgl. Plut. garrul. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-διψος, ohne Durst, νηδύς Eur. Cycl. 571; Arist. bei Athen. I, 44 d; Diod. Sic. 3, 18; auch Durft löschend, μαλάχη Athen. II, 58 f; vgl. Plut. garrul. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίψος — δίψος, το (Α) δίψα … Dictionary of Greek
δίψος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψει — δίψος neut nom/voc/acc dual (attic epic) δίψεϊ , δίψος neut dat sg (epic ionic) δίψος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψη — δίψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δίψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διψάω thirst pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) διψάω thirst imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψεος — δίψος neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψεσι — δίψος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψευς — δίψος neut gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψην — δίψος neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψους — δίψος neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδιψος — κατάδιψος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη δίψα, μεγάλη επιθυμία για κάτι («κατάδιψοι λόγου», Μ. Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + διψος (< δίψα), πρβλ. αιμό διψος, υπέρ διψος] … Dictionary of Greek
υπέρδιψος — ον, Μ πάρα πολύ διψασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + διψος (< δίψα), πρβλ. πρόσ διψος, υπό διψος] … Dictionary of Greek