- ἄ-δετος
ἄ-δετος, ungebunden, frei, περιιέναι Dem. 24, 169; Plut. Mar. 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-δετος, ungebunden, frei, περιιέναι Dem. 24, 169; Plut. Mar. 6 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δετός — that may be bound masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δετός — ή, ό (AM δετός, ή, όν) [δω (δέω)] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να δεθεί ή να συνδεθεί 2. ο δεμένος, ο δέσμιος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο δετός είδος χορού που τον χορεύουν πολλοί μαζί συμπλέκοντας τα χέρια 2. (για το σώμα και τα σαρκώδη μέλη του) ο … Dictionary of Greek
δετός — ή, ό επίρρ. ά δεμένος: Τον μετέφεραν στις φυλακές δετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δετόν — δετός that may be bound masc acc sg δετός that may be bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δετοῖς — δετός that may be bound masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δετοί — δετός that may be bound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δετῷ — δετός that may be bound masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δετ' — δετά̱ , δετή fem nom/voc/acc dual δετά̱ , δετή fem nom/voc sg (doric aeolic) δεταί , δετή fem nom/voc pl δετά , δετός that may be bound neut nom/voc/acc pl δετά̱ , δετός that may be bound fem nom/voc/acc dual δετά̱ , δετός that may be bound fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιμαντόδετος — ἱμαντόδετος, ον (Α) δεμένος με ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + δετος (< δετός < δέω), πρβλ. λινό δετος, σχοινό δετος] … Dictionary of Greek
ισχυρόδετος — ἰσχυρόδετος, ον (Α) δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό δετος, λινό δετος] … Dictionary of Greek
κηρόδετος — η, ο (Α κηρόδετος, ον) αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί αρχ. φρ. «κηρόδετον πνεῡμα» το φύσημα τού αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.). επίρρ... κηρόδετα με κηρόδετο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός +… … Dictionary of Greek