- ἄ-δρῡς
ἄ-δρῡς, υος, baumlos, Pind. frg. 632.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-δρῡς, υος, baumlos, Pind. frg. 632.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρῦς — tree fem nom/voc sg δρῦς tree fem nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυς — Βλ. λ. βελανιδιά. * * * ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η) 1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδη ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά 2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν… … Dictionary of Greek
Δρυς, Γεώργιος — (Ποταμός Κέρκυρας 1944 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη φυσικομαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, με ειδίκευση στα συστήματα αυτόματου ελέγχου και στους ηλεκτρονικούς… … Dictionary of Greek
δρύς — δρύ̱ς , δρῦς tree fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυς — η η βελανιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς στεῤῥὰ δαμάζεται. — См. За один раз дерева не срубишь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Κάτω Δρύς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας … Dictionary of Greek
δρυῶν — δρῦς tree fem gen pl δρῦς tree fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυός — δρῦς tree fem gen sg δρῦς tree fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρῦν — δρῦς tree fem acc sg δρῦς tree fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύας — δρῦς tree fem acc pl δρῦς tree fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)