- ὄμβρημα
ὄμβρημα, τό, Regenguß, Regen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄμβρημα, τό, Regenguß, Regen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όμβρημα — ὄμβρημα, τὸ (ΑΜ) [ομβρώ (Ι)] βρόχινο νερό … Dictionary of Greek
ὀμβρήμασι — ὄμβρημα rain water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήμασιν — ὄμβρημα rain water neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήματα — ὄμβρημα rain water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρήματος — ὄμβρημα rain water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)