ἄ-μβροτος

ἄ-μβροτος

ἄ-μβροτος, unsterblich (= ἄβροτος, das μ des Wohllautes halber eingeschaltet); fem. ἀμβρότη Pind. fr. 46, νὺξ ἄμβροτος Hom. Od. 11. 330; ϑεός Iliad. 20, 358. 22, 9. 24, 460 Od. 24, 445; alles was Göttern gehört oder von ihnen herrührt, αἷμα Iliad. 5, 339. 870; εἵματα Iliad. 16, 670. 680 Od. 7, 260. 265. 24, 59; κρήδεμνον Od. 5, 347; τεύχεα Iliad. 17, 194. 202; ἵπποι 16, 381. 867; ἱστός Od. 10, 222; δῶρα Od. 18. 191; Od. 8, 365 ἔνϑα δέ μιν Χάριτες λοῠσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ ἀμβρότῳ, οἷα ϑεοὺς ἐπενήνοϑεν αἰὲν ἐόντας, vgl. ἀμβροσία, ἀμβρόσιος; – Od. 11, 330 νὺξ ἄμβροτος, vgl. ἄβροτος, ἀμβρόσιος; – ϑεός Pind. N. 10, 7; ϑεῶν πραπίδες I. 7, 30; ϑεά Aesch. Eum. 249; Ἀϑάνα Soph. O. R. 159; φάμα Soph. O. R. 158; ἔπεα Ant. 1121. Bei Sp. Ep. übh. = schön, Anthol.; Mosch. 2, 91 ὀδμή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θελξίμβροτος — θελξίμβροτος, ον (Α) αυτός που θέλγει τους ανθρώπους («Κύπριδος θελξιμβρότου», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός), πρβλ. δαμασί μβροτος, τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • λησίμβροτος — λησίμβροτος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λησι (< θ. λησ , πρβλ. λήσω, μέλλ. τού λανθάνω) + μβροτος (< βροτός «θνητός» <… …   Dictionary of Greek

  • οπιθόμβροτος — ὀπιθόμβροτος, ον (Α) αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. τού ὄπισθεν + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί …   Dictionary of Greek

  • σαόμβροτος — ον, Α αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί μβροτος, τερψί μβροτος)] …   Dictionary of Greek

  • φαυσίμβροτος — ον, Α φαεσίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φαυ σι (< θ. φαF < ΙΕ ρίζα *bhә2 w «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψι μβροτος, φαεσί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μιξόμβροτος — μιξόμβροτος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ ανθρώπινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) + μβροτός (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ολεσίμβροτος — ὀλεσίμβροτος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • πλειστόμβροτος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψί μβροτος)] …   Dictionary of Greek

  • σαοσίμβροτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «σαόμβροτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος (κατά τα σωσι ) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • φιλόμβροτος — ον, Α αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, φιλάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μβροτος (< βροτός* «θνητός» < αμάρτυρο *μροτός), πρβλ. τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”