- περι-νίζω
περι-νίζω (s. νίζω), ringsherum abwaschen, reinigen; Hom. in tmesi, περὶ δ' αἷμα νένιπ ται, Il. 24, 419; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-νίζω (s. νίζω), ringsherum abwaschen, reinigen; Hom. in tmesi, περὶ δ' αἷμα νένιπ ται, Il. 24, 419; Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περινίζω — Α πλένω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νίζω «πλένω»] … Dictionary of Greek