- περι-νίπτω
περι-νίπτω, seltenes Präsens für περινίζω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-νίπτω, seltenes Präsens für περινίζω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περινίπτω — Μ νίπτω, πλένω καλά, καθαρίζω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νίπτω «πλένω»] … Dictionary of Greek