- περι-νέμομαι
περι-νέμομαι (s. νέμω), pass., sich rings verbreiten u. verzehren, vom Feuer, Plut. Dio 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-νέμομαι (s. νέμω), pass., sich rings verbreiten u. verzehren, vom Feuer, Plut. Dio 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περινέμομαι — Α κατατρώγω από όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νέμομαι «κατατρώγω, καρπώνομαι»] … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek