- ἄμφ-ωμος
ἄμφ-ωμος, um die Schultern, Umwurf, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄμφ-ωμος, um die Schultern, Umwurf, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάτωμος — κάτωμος, ον (Μ) αυτός που έχει χαμηλούς τους ώμους («ἔστω μὴ κάτωμος, συνωμίαν τε ὑψηλοτέραν ἐχέτω καὶ ἴσην», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὦμος (< ὦμος), πρβλ. άμφ ωμος, έξ ωμος] … Dictionary of Greek